- προσεμύρετο
- προσεμύ̱ρετο , προσμύρομαιmake tearful lament in answer toimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσμύρομαι — Α. κελαρίζω και εγώ («μυρομένω ποταμῷ προσεμύρετο πηγή», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μύρομαι (για ποταμό) «τρέχω, ρέω, κυλώ»] … Dictionary of Greek